- PYRIL
- Pyrilamine Maleate (Medical » Physiology)
Abbreviations dictionary. 2012.
Abbreviations dictionary. 2012.
PYRIL TAN — Pyrilamine Tannate (Medical » Physiology) … Abbreviations dictionary
πυριλαμίνη — η, Ν (φαρμ.) αντιισταμινικό που χρησιμοποιείται στις αλλεργίες, είναι παράγωγο τής αιθυλενοδιαμίνης και χορηγείται από το στόμα με τη μορφή τής μηλικής πυριλαμίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pyrilamine < pyril (< pyridyl < pyrid < pyridine… … Dictionary of Greek
pyrilamine — noun antihistamine used to treat rhinitis and pruritus • Hypernyms: ↑antihistamine * * * pīˈriləˌmēn, mə̇n noun Etymology: pyril (contraction of pyridyl) + amine : an oily liquid base C17H23N3O or its bitter crystalline maleate C21H27N3O5 used as … Useful english dictionary